ζεστός

ζεστός
ζεστός, ή, όν, ([etym.] ζέω)
A seethed, boiled,

κρέα ζ. καὶ ὀπτά App.Hisp. 85

.
II hot,

ὕδωρ Nic.Fr.70.11

, Dsc.1.33, Sor.1.50; ὕδατα ζ., of hot springs, Str.12.8.17; opp. χλιαρός, S.E.P.1.101;

ψάμμος D.L.6.23

; λίθος Ps.-Plu.Fluv.1.2; εἰ δὲ -οτέρας κράσεως δέοιντο if they want the oil-bath hotter, Herod.Med. ap. Orib.10.37.12: metaph.,

χλιαρὸς εἶ καὶ οὔτε ζ. οὔτε ψυχρός Apoc.3.15

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ζεστός — seethed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεστός — ή, ό (AM ζεστός, ή, όν, Μ και ζευστός, ή, όν) 1. ο θερμός, αυτός που έχει υψηλή θερμοκρασία (α. «ζεστῶν ὑδάτων ἐκβολαί» θερμές πηγές, Στράβ. β. «το ψωμί είναι ζεστό») 2. ο έντονος, ο ζωηρός («ζεστά και φλογερά..., πρέπει να πεταχτούν τα λόγια»,… …   Dictionary of Greek

  • ζεστός — ή, ό 1. θερμός: Ζεστό γάλα. 2. αυτός που έχει πυρετό: Το παιδί είναι ζεστό. 3. αυτός που δημιουργεί φιλική ατμόσφαιρα, που ενθαρρύνει: Ζεστός άνθρωπος. – Ζεστά λόγια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζεστότερον — ζεστός seethed adverbial comp ζεστός seethed masc acc comp sg ζεστός seethed neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεστόν — ζεστός seethed masc/fem acc sg ζεστός seethed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεστότατον — ζεστός seethed masc acc superl sg ζεστός seethed neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεστοτέρῳ — ζεστός seethed masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεστοῦ — ζεστός seethed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεστούς — ζεστός seethed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεστά — ζεστός seethed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεστῶν — ζεστός seethed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”